αἰσιμία
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
ἡ, due apportionment, αἰσιμίαις πλούτου A.Eu.996.
Spanish (DGE)
(αἰσῐμία) -ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Call.Fr.18.9; αἰσίμη, -ης Theognost.Can.16
• Prosodia: [-σῐ-]
1 parte debida c. gen. πλούτου A.Eu.996 (var.)
•equidad ἐν αἰσιμίῃ ... ἄνυσσεν ἀρχήν IO 481.3 (III d.C.).
2 oráculo σήν, Φοῖβε, κατ' αἰσιμίην Call.l.c., cf. Theognost.l.c., EM α 550, Et.Gen.α 243.
• Etimología: Cf. αἶσα.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσιμία: ἡ, εὐτυχία, αἰσιμίαις πλούτου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 996.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
avantage, jouissance.
Étymologie: αἴσιμος.
Greek Monotonic
αἰσιμία: ἡ, ευτυχία· αἰσιμίαις πλούτου, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αἰσῐμία: ἡ счастье, радость: χαίρειν ἐν αἰσιμίαισι πλούτου Aesch. наслаждаться богатством.