ἀκονιτικός
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ή, όν, made of ἀκόνιτον, X.Cyn.11.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν hecho de acónito φάρμακον X.Cyn.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκονῑτικός: -ή, -όν, ἐξ ἀκονίτου κατεσκευασμένος, Ξεν. Κυν. 11. 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait d'aconit.
Étymologie: ἀκόνιτον.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀκονιτικός, -ή, -όν) ἀκόνιτον
ο παρασκευασμένος από ακόνιτο.
Greek Monotonic
ἀκονῑτικός: -ή, -όν, φτιαγμένος, κατασκευασμένος από ακονίτη, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀκονῑτικός: приготовленный из аконита (φάρμακον Xen.).
Middle Liddell
[from ἀκόνιτον
made of aconite, Xen.