ἀλυσιτέλεια

Revision as of 12:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ἡ, damage, prejudice, Plb.4.47.1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
inconveniente, desventaja ἀ. καὶ δυσχρηστία Plb.4.47.1.

German (Pape)

[Seite 111] ἡ, Schaden, Verlust, Pol. 4, 47.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῡσῐτέλεια: ἡ, βλάβη, ζημία, Πολύβ. 4, 47, 1.

Greek Monolingual

η (Α ἀλυσιτέλεια) ἀλυσιτελής
έλλειψη ωφέλειας ή κέρδους, το ανώφελο, το ασύμφορο, η ζημιά.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῡσῐτέλεια:урон, ущерб Polyb.