ἀλίνδησις
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
εως, ἡ, rolling in dust, exercise in which wrestlers rolled on the ground, Hp. Vict.2.64, 3.68, Ruf. ap. Orib.inc.2.11.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
ejercicio de revolcarse que hacían los luchadores, Hp.Vict.2.64, 3.68, Ruf. en Orib.Inc.18.12.
German (Pape)
[Seite 97] ἡ, das Wälzen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλίνδησις: -εως, ἡ, ἡ ἐν κόνει κυλίνδησις, ἄσκησις, καθ’ ἣν οἱ παλαίοντες ἐκυλίοντο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, Ἱππ. 364.13, 368. 26.
Greek Monolingual
ἀλίνδησις (-εως), η (Α) ἀλινδῶ
κύλισμα στη σκόνη (η λ. δηλώνει συγκεκριμένα είδος πάλης, κατά την οποία οι παλαιστές κυλιούνταν στο έδαφος).