ἀλαθείς
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
v. sub ἀλάομαι.
Spanish (DGE)
v. ἀλάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλᾱθείς: ἴδε ἐν λ. ἀλάομαι.
French (Bailly abrégé)
εῖσα, έν;
part. ao. dor. de ἀλάομαι.
Greek Monotonic
ἀλᾱθείς: Δωρ. αντί ἀληθείς, μτχ. αορ. αʹ του ἀλάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀλᾱθείς: дор. part. aor. к ἀλάομαι.