ἀναγεννητικός

From LSJ
Revision as of 13:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγεννητικός Medium diacritics: ἀναγεννητικός Low diacritics: αναγεννητικός Capitals: ΑΝΑΓΕΝΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anagennētikós Transliteration B: anagennētikos Transliteration C: anagennitikos Beta Code: a)nagennhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, able to produce, εἰδώλων Iamb.Myst.3.28 (dub. l.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
generador, creador δραστικῶν εἰδώλων Iambl.Myst.3.28 (var.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγεννητικός: -ή, -όν, = ἱκανὸς νὰ ἀναπαραγάγῃ, τινὸς Ἰαμβ. Μυστ. 3. 28.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἀναγεννητικός, -ή, -όν) αναγεννῶ
ο ικανός να αναπαράγει ή να ξαναδημιουργεί, αναζωογονητικός.