ἀνεπισήμαντος
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
English (LSJ)
ον, A undistinguished, κατὰ τὴν ἐσθῆτα Plb.5.81.3; unrecorded, unnoticed, ἀ. τινα or τι παραλιπεῖν Id.11.2.1, D.S.11.59, cf. Phld. Sign.34. Adv. -τως without notice, Aps.p.259H. II without an attack of ἐπισημασία (q.v.), Gal.14.277. III Act., not conferring distinction, σοφοῖς ἀνδράσι Dariusap.D.L.9.14.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no marcado por una señal, que no se distingue de pers. κατὰ τὴν ἐσθῆτα Plb.5.81.3, de abstr. παραλλαγή Phld.Sign.34.33, fig. τὴν ἀρετὴν αὐτοῦ παραλιπεῖν ἀνεπισήμαντον no hacer mención de su virtud D.S.11.59, cf. Plb.11.2.1.
2 medic. que no tiene síntomas Gal.14.277.
3 que no aprecia c. dat. Ἕλληνες ... σοφοῖς ἀνδράσι D.L.9.14.
II adv. -ως en forma irrelevante μὴ ἀ. προσβάλῃς Aps.p.259.
German (Pape)
[Seite 225] nicht ausgezeichnet, κατὰ τὴν ἐσθῆτα Pol. 5, 81; nicht belobt, 11, 2; D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπισήμαντος: -ον, ὁ μὴ διακρινόμενος, κατὰ τὴν ἐσθῆτα καὶ τὴν ἄλλην περιβολὴν ἀνεπισήμαντος Πολύβ. 5. 81, 3 ἀπαρατήρητος, οὐκ ἄξιον ἀνεπισήμαντον παραλιπεῖν τὸν Ἀσδρούβαν ὁ αὐτ. 11. 2, 1, Διόδ. 11. 59. - Ἐπίρρ. -ντως Ἀψίν. σ. 43.
Greek Monolingual
ἀνεπισήμαντος, -ον (Α)
(για πρόσωπα και πράξεις) αυτός που δεν επισημάνθηκε, που πέρασε απαρατήρητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπισήμαντος: необозначенный, без особых примет, не отличающийся (κατά τι ἄγνωστος καὶ ἀ. Polyb.): ἀνεπισήμαντον παραλιπεῖν τινα Polyb. и τι Diod. обойти кого(что)-л. молчанием.