ἀνευρυσμός
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ὁ, dilatation, ἀρτηρίας Antyll. ap. Orib.45.24.2; μήτρας Dsc.1.13.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
medic. dilatación ἀρτηρίας Antyll. en Orib.45.24.2, μήτρας Dsc.1.13.
German (Pape)
[Seite 227], ὁ, dasselbe, Medic. Davon ἀνευρυσματώδης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνευρυσμός: ὁ, εὔρυνσις, διαστολή, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 4. 52, 53.
Greek Monolingual
ο (Α ἀνευρυσμός)
το ανεύρυσμα.