change

From LSJ
Revision as of 09:24, 21 July 2017 by Spiros (talk | contribs) (CSV3)

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 123.jpg

v. trans.

P. and V. μετατιθέναι, μεταφέρειν, μεταβαλλειν, μεταστρέφειν, μεθιστάναι, ἀλλάσσειν, μεταλλάσσειν, ἀλλοιοῦν, ἀμείβειν (Plat. but rare P.), P. μεταποιεῖν, μετακινεῖν.

Exchange: see exchange.

Change (what is written): P. and V. μεταγράφειν.

V. intrans. P. and V. ἀλλάσσεσθαι, μεταλλάσσεσθαι, ἀλλοιοῦσθαι, μεταστρέφεσθαι, μεθίστασθαι, τρέπεσθαι, μεταπίπτειν, P. περιίστασθαι, μεταβάλλειν.

Since your fortunes have changed: V. ἐπειδὴ περι πετεῖς ἔχεις τύχας (Eur., And. 982).

Change into, v. trans.: P. μεταλλάσσειν εἰς (acc.); v. intrans.: P. μεταβαίνειν εἰς (acc.), μεταβάλλειν (εἰς, acc., or ἐπί, acc.).

Change one's abode: P. μετανίστασθαι, V. μετοικεῖν.

Change one's clothes: V. ἐσθῆτα ἐξαλλάσσειν (Eur., Hel. 1297).

Change colour: see colour.

Change one's mind: P. and V. μεταγιγνώσκειν, μεταβουλεύεσθαι (Eur., Or. 1526), P. μεταδοξάζειν (Plat.), μετανοεῖν.

Change money, convert into smaller coins: Ar. διακερματίζεσθαι (acc.).

Changing money openly at the banks: P. τὸ χρυσίον καταλλασσόμενος φανερῶς ἐπὶ ταῖς τραπέζαις (Dem. 376).

Change ships: P. μετεκβαίνειν, μεταβαίνειν.

Change sides (politically): P. μεθίστασθαι.

Change the form of: P. and V. μεταρρυθμίζειν (acc.) (Plat.), P. μετασχηματίζειν (acc.); see transform.

Change one's wish: V. μετεύχεσθαι (absol.).

subs.

P. and V. μεταβολή, ἡ, μεταλλαγή, ἡ (Plat., and Eur., Frag.), μετάστασις, ἡ, P. ἀλλοίωσις, ἡ; see exchange.

Small change in money: Ar. κέρματα, τά.

Change of abode: P. μετανάστασις, ἡ, μετοίκησις, ἡ.

Change of mind, reconsideration: P. ἀναλογισμός, ὁ.

Repentance: P. μετάνοια, ἡ, P. and V. μεταμέλεια, ἡ (Eur., Frag.), V. μετάγνοια, ἡ.