μετάγνοια
From LSJ
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
English (LSJ)
ἡ, = μετάνοια, repentance, remorse, S.El.581.
German (Pape)
[Seite 145] ἡ, = μετάνοια, Soph. El. 571.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
regret, repentir.
Étymologie: μεταγιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
μετάγνοια: ἡ раскаяние, сожаление (о сделанном), угрызения совести Soph.
Greek (Liddell-Scott)
μετάγνοια: ἡ, = μετάνοια, Σοφ. Ἠλ. 581.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μετάγνοια: ἡ, = μετάνοια, μεταμέλεια, τύψη, σε Σοφ.
Middle Liddell
μετά-γνοια, ἡ, = μετάνοια
repentance, remorse, Soph.