ἀνθρωποθηρία
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἡ, hunting of men, Pl.Sph.223b.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ fig. caza o captación de hombres Pl.Sph.223b.
German (Pape)
[Seite 234] ἡ, Menschenjagd, Plat. Soph. 223 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποθηρία: ἡ, (θήρα) θήρα ἀνθρώπων, Πλάτ. Σοφ. 223Β.
Greek Monolingual
ἀνθρωποθηρία, η (Α)
η καταδίωξη και αιχμαλωσία ανθρώπων.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωποθηρία: ἡ охота на людей Plat.