ἀντωνομασία
English (LSJ)
ἡ, antonomasia, A use of an epithet, patronymic, or appellative for a proper name, and vice versa, Trypho Trop.2.17, Ps.-Plu. Vita Hom.24; ἀ. καὶ μετάληψις Demetr.Lac.Herc.1014.19,20. 2 nomination of his successor by retiring official, POxy.1642.15 (iii A.D.). II Gramm., = ἀντωνυμία, pronoun, or the use of it, D.H.Comp.2, A.D. Pron.4.18. III Arith., contrary denomination, Nicom.Ar.1.23.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀντωνομασία Plu.Vit.Hom.24, A.D.Pron.4.18, Cyr.Al.M.76.1421A, Leont.H.Nest.M.86.1637D
I nombramiento de un sucesor por retiro oficial, POxy.1642.15 (III d.C.).
II gram.
1 antonomasia uso de un epíteto o patronímico en lugar del nombre propio y al revés, Trypho Trop.p.204, Plu.l.c., ἀ. καὶ μετάληψις Demetr.Lac.92, de Cristo εἰς προσώπου ἀντένδειξιν ... καὶ ἀντωνομασίαν Leont.H.l.c.
2 pronombre D.H.Comp.7.7, A.D.Fron.4.18.
3 cambio de nombre de Ἄβραμ en Ἀβραάμ Cyr.Al.l.c.
III mat. denominación contraria Nicom.Ar.1.23.3.
German (Pape)
[Seite 264] ἡ, andere Benennung; bei den Rhetoren das Setzen eines Epithetons od. Patronymikons für den Eigennamen. Bei Gramm. das Pronomen u. der Gebrauch desselben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντονομασία: ἡ, ἡ χρῆσις ἐπιθέτου, πατρωνυμικοῦ ἢ προσηγορικοῦ ἀντὶ τοῦ κυρίου ὀνόματος καὶ τἀνάπαλιν, ἀντονομασία ἐστὶ λόγος δι’ ἐπιθέτων ἢ τῶν ὁμοίων αὐτὸ τὸ ὄνομα τὸ κύριον δηλῶν Ρήτορες (Walz)περὶ τρόπων τ. 8, σ. 723, βίος Ὁμ. 24. ΙΙ. παρὰ γραμμ. ἡ ἀντωνυμία, ἢ ἡ χρῆσις αὐτῆς, Λατ. pronominatio, Bast. Γρηγόρ. Κορίνθ. σ. 399.
Greek Monolingual
η (Α ἀντονομασία)
λεκτικός τρόπος ή σχήμα της αρχαίας και της νέας Ελληνικής κατά τον οποίο αντί για ένα κύριο ή προσηγορικό όνομα χρησιμοποιείται στον λόγο κάποια άλλη συνώνυμη ή ισοδύναμη λέξη: Πηλείδης αντί Αχιλλεύς, ὦ παῑ Ἱππονίκου = ὦ Καλλία, ο γιος της Καλογριάς = ο Καραϊσκάκης
αρχ.
η αντωνυμία ή η χρήση της.
Russian (Dvoretsky)
ἀντονομᾰσία: ἡ
1) рит. антономасия (замена имени эпитетом и т. п.; напр., Πηλείδης вместо Ἀχιλλεύς);
2) грам. местоимение.