ἀποδημητής
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one who goes abroad, is not tied to his home, opp. ἐνδημότατος, Th.1.70.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
alguien que está ausente, en el extranjero op. ἐνδημότατος Th.1.70.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδημητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀποδημῶν, ὁ ζῶν ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ, ὁ μὴ ἐνδημῶν, ὁ ταξειδεύων, καὶ ἀποδημηταὶ πρὸς ἐνδημοτάτους Θουκ. 1. 70, πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 9.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui voyage à l'étranger.
Étymologie: ἀποδημέω.
Greek Monolingual
ἀποδημητής, ο (Α)
αυτός που ξενιτεύεται, που ταξιδεύει.
Greek Monotonic
ἀποδημητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα ξένα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδημητής: οῦ ὁ любитель путешествовать Thuc.