ἀπολίθωσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, petrifaction, Pherecyd. 12 J., Thphr.Lap.50, Sch.11.2.319: metaph., Arr.Epict.1.5.3.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 petrificación Thphr.Lap.50, τοῦ δράκοντος Arist.Fr.145, cf. Ath.221b, Sch.Il.2.319.
2 fig. endurecimiento τοῦ νοητικοῦ ..., τοῦ ἐντρεπτικοῦ del intelecto ..., del pudor Arr.Epict.1.5.3.
German (Pape)
[Seite 312] ἡ, die Versteinerung, Theophr. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολίθωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς λίθον μεταβολή, Ἀριστ. Ἀποσπ. 140· Θεοφρ. περὶ Λίθ. 50· μεταφ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 5, 3.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολίθωσις: εως ἡ окаменение Arst.