ἀργιλώδης
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
[ῑ] = ἀργιλλώδης.
Spanish (DGE)
(ἀργῑλώδης) -ες
• Alolema(s): ἀργιλλώδης Ps.Dicaearch.1.8; ἀργελλώδης D.S.19.94
arcilloso γῆ Hdt.2.12, Posidon.237, D.S.l.c., Philostr.Im.1.9, ὄρη Arist.Mete.352b10, τόποι Thphr.HP 3.18.5, cf. Plu.2.676a, Antyll. en Orib.9.11.6, ὄχθαι Euph.11 (= Archyt.Amph.2), πόλις (Τάναγρα) Ps.Dicaearch.l.c., νῆσος (Σκῦρος) Did.CP 2.3.3, cf. Hsch.s.u. Σκῦρος, ὀλίσθημα IPr.42.42 (I a.C.)
•πηλός Ph.Mech.88.6, cf. Plu.Sert.17, λευκὰ δὲ καὶ ἀργιλώδεα τὰ σκύβαλα Aret.SD 1.15.2.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
argileux;
Cp. ἀργιλωδέστερος.
Étymologie: ἄργιλος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῑλώδης: v.l. ἀργιλλώδης 2 похожий на глину, глинистый (γῆ Her.; συστάσεις τῶν ὀρῶν Arst.; πηλός Plut.).