ἁλμυρώδης
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
ες, saltish, ῥεῦμα Hp.Epid.1.26.έ; πτύαλον Id.Coac.238, cf. X.Oec.20.12 (Comp.); of soil, impregnated with salt, Thphr.HP8.7.6; hoary, χνοῦς Id.CP6.10.7.
Spanish (DGE)
(ἁλμῠρώδης) -ες
de humores corporales salado, salino ῥεῦμα Hp.Epid.1.26.5
•de terrenos salino χωρία Thphr.CP 3.17.2
•salado, salobre del mar Muerto, I.BI 4.456.
German (Pape)
[Seite 108] ες, salzartig, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλμυρώδης: -ες, (εἶδος) ἁλμυρός, ἁλμυρίζων, Ἱππ. Ἐπιδ. 979, Θεόφρ.
Greek Monolingual
ἁλμυρώδης, -ες (Α) ἁλμυρός
αυτός που αλμυρίζει, ο υφάλμυρος, αλλά και ο αλμυρός
(για εδάφη) εμποτισμένος με αλατούχα συστατικά.