ἐγγήραμα
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ατος, τό, employment for old age, Cic.Att.12.25.2, Plu. Cat.Ma.24.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
retiro, ocupación adecuada para la vejez Cic.Att.264.2, 268.2, ref. a la vida política, Plu.Cat.Ma.24.
German (Pape)
[Seite 700] τό, das, wobei man alt wurde; Beschäftigung des Alters; Cic. Att. 12, 25; Plut. Cat. mai. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγήρᾱμα: τό, ἐνασχόλησις τοῦ γήρατος, Πλουτ. Κάτων 24, Κικ. π. Ἀττ. 12. 25, 2.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
occupation où l'on a vieilli, amusement de vieillard.
Étymologie: ἐγγηράσκω.
Greek Monolingual
ἐγγήραμα, το (Α)
απασχόληση στα γηρατιά.
Greek Monotonic
ἐγγήρᾱμα: τό, παρηγοριά για τα γηρατειά, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγήρᾱμα: ατος τό занятие в старости: κάλλιστον ἐ. τὴν πολιτείαν ποιεῖσθαι Plut. считать, что лучшей деятельностью на старости лет является политическая.
Middle Liddell
ἐγγήρᾱμα, ατος, τό,
a comfort for old age, Plut. [from ἐγγηράσκω