ἁλιφροσύνη

From LSJ
Revision as of 15:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιφροσύνη Medium diacritics: ἁλιφροσύνη Low diacritics: αλιφροσύνη Capitals: ΑΛΙΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: haliphrosýnē Transliteration B: haliphrosynē Transliteration C: alifrosyni Beta Code: a(lifrosu/nh

English (LSJ)

ἡ, = ἱκανὴ φρόνησις (from ἅλις, φρήν), Hsch:—Adj. ἁλίφρονες, Naumach. ap. Stob.4.31.76.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
vanidad, arrogancia, suficiencia νόσφιν ἁλιφροσύνης Dioscorus 7.18, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιφροσύνη: ἡ, ἱκανή φρόνησις (ἐκ τοῦ ἅλις καὶ φρήν), Ἡσύχ., ἐπίθ. ἁλίφρονες, Ναυμάχ. 63· ― ἀλλὰ πιθανῶς εἶναι ἁπλῶς ἐσφαλμένη γραφὴ ἀντὶ χαλιφροσύνη, χαλίφρονες.

Greek Monolingual

ἁλιφροσύνη, η (Α) ἁλίφρων
κατά Ησύχ. «ἱκανὴ φρόνησις».