ἐκκωφέω

From LSJ
Revision as of 15:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκωφέω Medium diacritics: ἐκκωφέω Low diacritics: εκκωφέω Capitals: ΕΚΚΩΦΕΩ
Transliteration A: ekkōphéō Transliteration B: ekkōpheō Transliteration C: ekkofeo Beta Code: e)kkwfe/w

English (LSJ)

deafen, stun, τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Ar.Eq.312: —Pass., αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.81: metaph., ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη are blunted at the sight of.., E.Or.1288, cf. sq.

Spanish (DGE)

• Morfología: [v. med. perf. 3a plu. ἐκκεκωφέαται Anacr.79.2]
1 dejar sordo fig. cóm. τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Ar.Eq.312, ref. una reiteración incesante ἐκκεκώφηκας ἡμῶν τὰ ὦτα καὶ ἐμπέπληκας τοῦ Λυσίου Aristaenet.1.24.13.
2 aturdir τοσοῦτον ἡ λύπη με τῆς συμφορᾶς ἐξεκώφησε a tal extremo me aturdió el pesar por mi desgracia Ach.Tat.3.17.2, en v. pas. αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.l.c., fig. ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη; ¿es que ante la belleza se han embotado las espadas? E.Or.1288.
3 en perf. v. med. quedarse sordo, irón. por desentenderse ἐξεκεκώφητο τὸ κάθαρμα el maldito se ha quedado sordo Synes.Ep.5 (p.14).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκωφέω: τῷ ἑπομ., τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν, «ἐξεκούφανες τὰς Ἀθήνας μὲ τὰς φωνάς σου», Ἀριστοφ. Ἱππ. 312: - Παθ., αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται, παρεζαλίσθησαν, Ἀνακρ. 81· ἐς τὸ κάλος ἐκκεκώφηται ξίφη, ἐνώπιον τοῦ κάλλους ἀμβλύνονται τὰ ξίφη, Εὐρ. Ὀρ. 1288, ἔνθα οὗτοςτύπος προτιμᾶται τοῦ ἐκκεκώφωται ὑπό τοῦ Πόρσωνος, ἴδε ἐν τόπῳ (1279).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tr. assourdir ; fig. (au Pass.) être hébété, frappé de stupeur;
2 intr. être sourd.
Étymologie: cf. ἐκκωφόω.

Greek Monotonic

ἐκκωφέω: μέλ. -ήσω, ξεκουφαίνω, σε Αριστοφ. — Παθ., μεταφ., ἐκκεκώφηται ξίφη, τα ξίφη, τα σπαθιά στόμωσαν, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκωφέω: и ἐκκωφόω только pf.
1) оглушать (τὰ ὦτά τινος Plat.): τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Arph. ты своим криком оглушил Афины; τὰ ὦτα ἐκκεκώφησαι Luc. ты оглох;
2) ошеломлять (φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.);
3) притуплять (εἰς τὸ κάλλος ἐκκεκώφωται ξίφη Eur.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to make quite deaf, Ar.:—Pass., metaph., ἐκκεκώφηται ξίφη swords are blunted, Eur.