ἐμπερόναμα
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
Doric for ἐμπερόνημα.
Spanish (DGE)
v. ἐμπερόνημα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
robe agrafée sur les épaules.
Étymologie: ἐμπερονάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπερόνᾱμα: ατος τό плащ на застежке Theocr.