ἐμπερονάω
Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank
English (LSJ)
A fasten with a clasp, buckle on, in Med., θώρακα.. ἐμπερονᾶται Hermipp.47, J.BJ 7.2.2.
II Pass., of nails, to be fixed in, Ath.11.488b.
Spanish (DGE)
1 clavar, fijar en perf. pas. ἧλοι ἐμπεπερονημένοι ... ἐπὶ τῶν ῥοπαλῶν Ath.488b.
2 en v. med. abrocharse con una fíbula o con una hebilla θώρακα ... ἐμπερονᾶται Hermipp.48.2, πορφυρᾶν ἐμπερονησάμενος χλανίδα I.BI 7.29
•abs. abrocharse el manto οἶμαί σε τὸν ἐπ' ἀριστέρ' ἐμπερονώμενον Men.Fr.536.
German (Pape)
[Seite 812] mit Spangen, Nadeln daran befestigen; im med., θώρακα ἅπας ἐμπερονᾶται Hermipp. bei Ath. XV, 668 a; – ἧλοι ἐμπεπερονημένοι ib. XI, 488 c.
French (Bailly abrégé)
ἐμπερονῶ :
fixer dans;
Moy. ἐμπερονάομαι, ἐμπερονῶμαι boucler ou agrafer sur soi.
Étymologie: ἐν, περονάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπερονάω: στερεώνω, συγκρατῶ διὰ περόνης, κομβώνω, θώρακα δ’ ἅπας ἐμπερονᾶται (Μέσ.) Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2, πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Πολ. 7. 2, 2. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ ἥλων, ὡς τῶν ἥλων ἐμπεπερωνημένων, ἐμπεπαρμένων, Ἀθήν. 488C.