Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
subs.
P. φιλονεικία, ἡ.
Blame: P. and V. μέμψις, ἡ, ψόγος, ὁ.
adj.
Censorious: P. and V. φιλαίτιος, φιλόψογος (Plat.).
Sophistical: P. σοφιστικός, ἐριστικός.