ἐννεάπολις
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
having nine cities, Πύλος Sch.Od.3.7.
Spanish (DGE)
-εως que abarca nueve ciudades Πύλος Sch.Od.3.7.
German (Pape)
[Seite 847] mit neun Städten, Schol. Od. 3, 7.
Greek Monolingual
ἐννεάπολις, η (Α)
αυτός που έχει, που περιλαμβάνει ή που απαρτίζεται από εννέα πόλεις.