ἄβυθος
From LSJ
English (LSJ)
ον, = ἄβυσσος (bottomless, unfathomed), εἴς τινα ἄ. φλυαρίαν Pl.Prm.130d (sed leg. εἴς τινα βυθὸν φλυαρίας).
Spanish (DGE)
-ον
1 insondable, abisal fig. φλυαρία Pl.Prm.130d.
2 subst. τὸ ἄ. abismo Dam.Isid.199.
German (Pape)
[Seite 5] unergründlich, Plat. Parm. 130 d φλυαρία.
Greek (Liddell-Scott)
ἄβυθος: -ον, = ἄβυσσος, εἴς τινα ἄβυθον φλυαρίαν. Πλάτ. Παρμ. 130 D. ἀλλὰ πιθ. ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι: εἴς τινα βυθόν φλυαρίας.
Russian (Dvoretsky)
ἄβῠθος: досл. бездонный, перен. нескончаемый (φλυαρία Plat.).