ἄχωρος

From LSJ
Revision as of 16:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχωρος Medium diacritics: ἄχωρος Low diacritics: άχωρος Capitals: ΑΧΩΡΟΣ
Transliteration A: áchōros Transliteration B: achōros Transliteration C: achoros Beta Code: a)/xwros

English (LSJ)

ον, without resting-place, homeless, Ael.Fr.77; εἴ τι μέλλει ἐργάζεσθαι, ἀνόνητα γένοιτο καὶ ἄχωρα Tab.Defix.97.11, cf. 96.17.

Spanish (DGE)

-ον
en maldiciones que no encuentra un lugar, sin asiento fijo, errante de pers. ἀχώρους τε καὶ ἀτάφους Ael.Fr.77, cf. Hsch.
tb. de cosas fuera de lugar, inconveniente de cosas εἴ τι μέλλει ἐργάζεσθαι, ἀνόνητα αὐτῷ γίνοιτο καὶ ἄχωρα (ἅπαντα) IG 3(3).97.11, χρήματα ... ἄχωρα καὶ ἄμοιρα IG 3(3).96.17.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχωρος: -ον, «ἐν κατάρᾳ λέγεται ὁ μήτε τάξιν βίου μήτε κατάστασιν οἰκίας (-είαν) ἔχων» Ἡσύχ.· ― «κατηύχοντό τε τοὺς ταῦτα δρῶντας ἀχώρους τε καὶ ἀτάφους κυσὶ καὶ ὄρνισιν ἐκριφθῆναι...» Σουΐδ. (Αἰλιαν. Ἀποσπ. 77 Hercher).

Greek Monolingual

ἄχωρος, -ον (Α) χώρος
ο άστεγος.