αἰνόθρυπτος

From LSJ
Revision as of 18:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
terriblement mou, efféminé.
Étymologie: αἰνός, θρύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνόθρυπτος: -ον, = ὁ δεινῶς ἐκνενευρισμένος, τρυφηλός, ὀκνηρός, Θέοκρ. 15. 27.

Greek Monotonic

αἰνόθρυπτος: -ον (θρύπτω), ελεεινά αποχαυνωμένος, τρυφηλός, οκνηρός, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰνόθρυπτος: крайне изнеженный (Theocr. - v. l. ἀνιόδρυπτος).

Middle Liddell

θρύπτω
sadly enervated, Theocr.