δυσήνεμος
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
German (Pape)
[Seite 680] von Winden schwer bestürmt, D. Per. 759, s. δυσάνεμος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où souffle un vent violent.
Étymologie: δυσ-, ἄνεμος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὑποκείμενος εἰς κακοὺς ἀνέμους, ταραχώδης, Σοφ. Ἀντ. 591.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. δυσάνεμος S.Ant.591
• Prosodia: [-ᾱ-]
I 1azotado por el viento δυσάνεμοι ... βρέμουσιν ... ἀκταί resuenan los acantilados azotados por el viento S.l.c., cf. A.R.1.593, ψῦχος δ. frío desapacible, crudo Babr.18.10, χθών D.P.759, de la ciudad de Ascra, Plu.Fr.82, εἰς κλίσιν ... δυσήνεμον Ἀρκάδος Ἄρκτου hacia la zona tormentosa de la Osa Arcadia Nonn.D.2.527, cf. 39.183, πέλαγος Anecd.Ludw.16.6
•neutr. subst. τὸ δ. τῶν ἀρκτῴων la violencia de los vientos del norte Basil.Hex.7.4.
2 que el viento atraviesa con dificultad χώρα ... θέρους δ. καὶ πνιγώδης Ath.Med. en Orib.9.12.4.
II repugnante, fétido ὀδμή al abrir un sepulcro, Nonn.Par.Eu.Io.11.39.
Greek Monolingual
δυσήνεμος, -ον (Α)
αυτός που προσβάλλεται από ορμητικούς ανέμους.
Russian (Dvoretsky)
δυσήνεμος: дор. δυσάνεμος 2 (ᾱ) колеблемый ветрами, зыбучий (θίς Soph.).