γηπάτταλος

From LSJ
Revision as of 18:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γηπάτταλος Medium diacritics: γηπάτταλος Low diacritics: γηπάτταλος Capitals: ΓΗΠΑΤΤΑΛΟΣ
Transliteration A: gēpáttalos Transliteration B: gēpattalos Transliteration C: gipattalos Beta Code: ghpa/ttalos

English (LSJ)

ὁ, oblong radish, com. word in Luc.Lex.2.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ bot. rábano Luc.Lex.2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
litt. clou ou cheville en terre, n. comm. d'une sorte de légume, raifort ou rave.
Étymologie: γῆ, πάτταλος.

Greek (Liddell-Scott)

γηπάτταλος: ὁ, πάσσαλος τῆς γῆς, ῥαφανὶς ἢ «δαυκίον», κωμ. λέξ. ἐν Λουκ. Λεξιφ. 2.

Greek Monolingual

γηπάτταλος, ο (Α)
(κωμική λέξη του Λουκ.) πάσσαλος της γης, δηλ. το φυτό ραπάνι, η ραφανίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + πάτταλος (αττ. τ. του πάσσαλος)].

Russian (Dvoretsky)

γηπάττᾰλος: ὁ ирон. земляной гвоздь, т. е. редька Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γηπάτταλος -ου, ὁ [γῆ, πάτταλος aard-pin (kom. woord voor radijs). Luc. 46.2.