cunning
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ποικίλος (Plat.), πανοῦργος, ἐπίτριπτος, πυκνός (Plat.), διπλοῦς (Plat.), Ar. and V. δόλιος, αἱμύλος (once in Plat.).
V. παλιντριβής, μηχανορράφος.
Fem. adj., V. δολῶπις; see also skilful.
Of workmanship: P. and V. ποικίλος, V. δαίδαλος. εὔχειρ.
subs.
P. and V. δόλος, ὁ (rare P.), ἀπατή, ἡ, σόφισμα, τό, μηχάνημα, τό, V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό; see trick.
Crafliness: Ar. πυκνότης, ἡ, P. and V. πανουργία, ἡ; see also skill.