δικαστήρ

From LSJ
Revision as of 19:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαστήρ Medium diacritics: δικαστήρ Low diacritics: δικαστήρ Capitals: ΔΙΚΑΣΤΗΡ
Transliteration A: dikastḗr Transliteration B: dikastēr Transliteration C: dikastir Beta Code: dikasth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = δικαστής, Foed.Delph. Pell.1A7, IG9(1).334.33 (Locr., v B. C.), Rhet.Oxy.410.11, Babr. 118.3.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
• Morfología: [panf. plu. dat. δικαστε̄́ρεσσι IPamph.3.11 (IV a.C.)]
juez, IG 92(1).718.33 (Lócride V a.C.), FD 1.486.1A.7 (III a.C.), IPamph.l.c., anón. ret. en POxy.410.11, Babr.118.3.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
c. δικαστής.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαστήρ: ῆρος, ὁ, =δικαστής, Βάβρ. 118.3· - ἐν τῷ πληθ., δικαστῆρες Ἐπιγρ. Σιλλυέων Παμφυλίας ἐν Journ. of hellen. stud. vol. Ι, σ.255.

Greek Monolingual

δικαστήρ, ο (Α)
δικαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δικάζω. Στην ιων.-αττ. διάλεκτο ο τ. δικαστήρ αντικαταστάθηκε από το δικαστής.

Greek Monotonic

δῐκαστήρ: -ῆρος, ὁ, = δικαστής, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

δῐκαστήρ: ῆρος ὁ Babr. = δικαστής.