κατέσκληκα
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
v. κατασκέλλομαι.
French (Bailly abrégé)
v. κατασκέλλω.
Greek (Liddell-Scott)
κατέσκληκα: ἴδε κατασκέλλω.
Greek Monotonic
κατέσκληκα: παρακ. του κατασκέλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
κατέσκληκα: pf. к κατασκέλλω 2.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατέσκληκα perf. act van κατασκέλλω.