μεταναιέτης

Revision as of 21:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ου, ὁ, one who dwells with, Hes.Th.401.

German (Pape)

[Seite 150] ὁ, der seinen Wohnort vertauscht hat und wo anders wohnt, = μετανάστης, Hes. Th. 401.

French (Bailly abrégé)

c. μετανάστης.
Étymologie: μετά, ναίω.

Greek (Liddell-Scott)

μεταναιέτης: -ου, ὁ, ὁ κατοικῶν μετά τινος, παῖδας δ’ ἤματα πάντα ἑοὺς μεταναιέτας εἶναι, μεθ’ ἑαυτοῦ οἰκοῦντας, Ἡσ. Θ. 401· κατά τινας γραπτέον: ...ἕο μέτα ναιέτας εἶναι.

Greek Monolingual

μεταναιέτης, ὁ (Α)
αυτός που κατοικεί με κάποιον, που συγκατοικεί, ο συγκάτοικος («παῑδας δ' ἤματα πάντα ἑοῦ μεταναιέτας εἶναι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ναιέτης «κάτοικος» (< ναιετῶ «κατοικώ»), πρβλ. περιναιέτης.

Greek Monotonic

μεταναιέτης: αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

μεταναιέτης: ου ὁ переселенец Hes.

Middle Liddell

μετα-ναιέτης, ου, ὁ,
one who dwells with, Hes.