λυκοδίωκτος

From LSJ
Revision as of 22:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκοδίωκτος Medium diacritics: λυκοδίωκτος Low diacritics: λυκοδίωκτος Capitals: ΛΥΚΟΔΙΩΚΤΟΣ
Transliteration A: lykodíōktos Transliteration B: lykodiōktos Transliteration C: lykodioktos Beta Code: lukodi/wktos

English (LSJ)

[ῐ], ον, wolf-chased, δάμαλις A.Supp.351 (lyr., restored by Herm. for λευκόδικτος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
poursuivi par un loup.
Étymologie: λύκος, διώκω.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοδίωκτος: -ον, καταδιωχθεὶς ὑπὸ λύκου, δάμαλις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 350 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ λευκόδικτος).

Greek Monolingual

λυκοδίωκτος, -ον (Α)
αυτός που κυνηγήθηκε, που καταδιώχθηκε από λύκο («λυκοδίωκτον ὡς δάμαλιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -δίωκτος (< διωκτός < διώκω), πρβλ. δημο-δίωκτος, κυκλο-δίωκτος].

Russian (Dvoretsky)

λῠκοδίωκτος: преследуемый волком (δάμαλις Aesch.).