μείλινος
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
η, ον, Ep. for μέλινος (q.v.).
French (Bailly abrégé)
1η, ον :
épq. c. μέλινος.
2ος, ον :
c. μείλιχος.
Greek (Liddell-Scott)
μείλινος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ μέλινος, ὃ ἴδε.
English (Autenrieth)
(μελίη): ashen. (Il.)
see μέλινος.
Greek Monolingual
μείλινος, -ίνη, -ον (Α)
βλ. μέλινος (II).
Greek Monotonic
μείλῐνος: Επικ. αντί μέλινος.