καταμαλάσσω

Revision as of 22:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Att. καταμαλάττω, soften, σώματα ἐλαίῳ Luc.Anach.24: metaph., appease, Id.JTr.24, Ach.Tat.6.19; τοῦ θυμοῦ τὸ φλεγμαῖνον Hld.7.21.

German (Pape)

[Seite 1362] erweichen, Luc. de gymn. 24; übertr., rühren, besänftigen, τοὺς ἀνέμους Luc. lov. Trag. 24; τοῦ θυμοῦ τὸ φλεγμαῖνον Heliod. 7, 11.

French (Bailly abrégé)

amollir.
Étymologie: κατά, μαλάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

καταμᾰλάσσω: Ἀττ. -ττω, πολὺ μαλάσσω, μαλακώνω, κάμνω τι διὰ τῆς ἀλοιφῆς καὶ τῆς τριβῆς μαλακόν, χρίομεν… σώματα ἐλαίῳ καὶ καταμαλάττομεν, ὡς ἐντονώτερα γίγνοιτο Λουκ. Γυμν. 24· μεταφ., πραΰνω, αὐτόθι ἐν Διΐ Τραγ. 24, Ἀχιλλ. Τάτ. 6. 19, κτλ.· τοῦ θυμοῦ τὸ φλεγμαῖνον Ἡλιόδ. 7. 11.

Greek Monolingual

(AM καταμαλάσσω, Α και αττ. τ. καταμαλάττω)
νεοελλ.
μολύνω με την ψηλάφηση
νεοελλ.-μσν.
μτφ. πραΰνω
αρχ.
μαλακώνω κάτι με τριβή ή αλοιφή.

Greek Monotonic

καταμᾰλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, μαλακώνω πολύ, σε Λουκ.· μεταφ., καταπραΰνω, κατευνάζω, καθησυχάζω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

καταμᾰλάσσω: атт. καταμαλάττω
1) размягчать, смягчать (σώματα ἐλαίῳ Luc.);
2) укрощать, унимать (τοὺς ἀνέμους Luc.).

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to soften much, Luc.; metaph. to appease, Luc.