λεωσφέτερος

Revision as of 22:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, only in Hdt.9.33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τεισαμενόν made him one of their own people, their fellow-citizen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compatriote, concitoyen.
Étymologie: λεώς, σφέτερος.

Greek (Liddell-Scott)

λεωσφέτερος: -ον, μόνον ἐν Ἡροδ. 9. 33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τισαμενόν, κητέστησαν αὐτὸν συμπολίτην ἑαυτῶν.

Greek Monolingual

λεωσφέτερος, -ον (Α)
συμπολίτης («Λακεδαιμόνιοι ἐποιήσαντο λεωσφέτερον [τεισαμενόν]», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέω- (βλ. λαο-) + σφέτερος «δικός τους»].

Greek Monotonic

λεωσφέτερος: -ον, πολιτογραφημένος, συμπολίτης, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

λεωσφέτερος:согражданин, соотечественник Her.

Middle Liddell

λεω-σφέτερος, ον
one of their own people, a fellow-citizen, Hdt.