μολόθουρος

From LSJ
Revision as of 22:23, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολόθουρος Medium diacritics: μολόθουρος Low diacritics: μολόθουρος Capitals: ΜΟΛΟΘΟΥΡΟΣ
Transliteration A: molóthouros Transliteration B: molothouros Transliteration C: molothouros Beta Code: molo/qouros

English (LSJ)

ἡ, an evergreen plant, expld. as = ἀσφόδελος and ὁλόσχοινος, Euph.133, Nic.Al.147.

German (Pape)

[Seite 200] ἡ, ein immer grüner (ἀείχλωρος, Euphorion bei Schol. Nic.) Strauch, Nic. Al. 147. Hesych. erklärt es durch ἀσφοδελός u. ὁλόσχοινος.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
sorte de jonc toujours vert, plante.
Étymologie: DELG -.

Greek (Liddell-Scott)

μολόθουρος: ἡ, φυτὸν ἀειθαλὲς ἑρμηνευόμενον ὡς ἀσφόδελος καὶ ὁλόσχοινος, Εὐφορίων 64, Νικ. Ἀλ. 147· ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «μολόθουρος· ἀσφόδελος, ἢ ὄσπριόν τι. καὶ ἡ ὁλόσχοινος».

Greek Monolingual

μολόθουρος, ἡ (Α)
1. είδος αειθαλούς φυτού
2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόθουρος ἀσφόδελος
ἢ ὄσπριόν τι. και ἡ ὁλόσχοινος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Frisk Etymological English

Meaning: evergreen plant, asphoill, Asphodelus ramosus or = ὀλόσχοινος, Scirpus holeschoenus (Euph. 133, Nic. Al. 147).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.