καταμνημονεύω
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
call to mind, Plu.2.748f, 974e, Gal.17(1).515.
German (Pape)
[Seite 1364] verstärktes simplex, Plut. sol. an. 21.
French (Bailly abrégé)
se rappeler.
Étymologie: κατά, μνημονεύω.
Greek (Liddell-Scott)
καταμνημονεύω: καλῶς ἐν τῇ μνήμῃ διατηρῶ, μνημονεύω ἀκριβῶς, ἀκριβῶς συντίθησι καὶ καταμνημονεύει τὸ κεφάλαιον Πλούτ. 2. 974Ε.
Greek Monolingual
καταμνημονεύω (Α)
1. μνημονεύω κάτι
2. διατηρώ κάτι στον νου μου.
Russian (Dvoretsky)
καταμνημονεύω: запоминать (λόγους περί τινος Plut.).