ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
adj.
P. and V. δεινός, φοβερός, φρικώδης (Dem. 644), V. δύσχιμος, ἔμφοβος.
Suffer some dire calamity: P. ἀνήκεστόν τι πάσχειν.