μαντεῖον

Revision as of 22:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Ion. and Ep. μαντήϊον, τό,
A oracle, i.e.,
I oracular response, mostly in plural, μαντήϊα Τειρεσίαο Od.12.272, cf. Hes. Fr.134.9, Hdt.2.174, Pl.Ap.33c: sg., Hdt.2.111, 9.33, Phld.Mus. p.87 K.
II seat of an oracle, Heraclit.93, A.Eu.4, Hdt.1.46, Th. 2.17, Isoc.6.17; τὸ Πυθικὸν μαντεῖον S.El.33: in plural of a single shrine, A. Pr.831, E.Ion66.
III method, process of divination, PMag.Lond. 46.1.
IV in plural, μαντεῖα = rewards of divination, LXX Nu.22.7.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 réponse d'un oracle, oracle;
2 résidence d'un oracle.
Étymologie: μαντεύω.

Greek (Liddell-Scott)

μαντεῖον: Ἰων. καὶ Ἐπικ. -ήιον, τό· Ι. μαντικὴ ἀπόκρισις, μάντευμα, χρησμός, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., μαντήια Τειρεσίαο Ὀδ. Μ. 272· οὕτω Ἡρόδ. 2. 111., 9. 33, καὶ Ἀττ. ΙΙ. ὁ τόπος ἔνθα δίδονται οἱ χρησμοί, τὸ μαντεῖον, Ἡρόδ. 1. 46, 48, κτλ.· οὕτως Αἰσχύλ. Εὐμ. 4, Θουκ. 2. 17· τὸ Πυθικὸν μ. Σοφ. Ἠλ. 33· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς μόνου ἱεροῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 831, Εὐρ. Ἴων 66.

Spanish

fórmula de petición de un oráculo

Greek Monotonic

μαντεῖον: Ιων. και Επικ. -ήϊον, τό, μαντείο, χρησμός, δηλ.
I. προφητική απάντηση, χρησμοδοσία, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
II. τόπος όπου βρίσκεται το μαντείο, η έδρα του μαντείου, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μαντεῖον: ион. μαντήϊον τό
1) прорицание (Τειρεσίαο Hom.);
2) прорицалище (Διός Aesch.; Πυθικόν Soph.).

Middle Liddell

μαντεῖον, Ionic ανδ επιξ -ήιον, ου, τό,
an oracle, i. e.,
I. an oracular response, Od., Hdt., attic
II. the seat of an oracle, Hdt., Aesch., etc.

English (Woodhouse)

oracle, oracular answer, oracular reply, oracular response, oracular shrine, seat of an oracle, seat of the oracle