παρακλέπτω
English (LSJ)
A filch, Ar.Pax414, Luc.Jud.Voc.4; τὰ παρακλεπτόμενα Is.11.44. II deceive, Nonn.D.37.354.
German (Pape)
[Seite 483] (s. κλέπτω), nebenbei, von der Seite, im Vorbeigehen wegstehlen, wegnehmen; τοῦτ' ἄρα πάλαι τῶν ἡμερῶν παρεκλεπτέτην, Ar. Pax 406; τὰ παρακλεπτόμενα, Isae. 11, 44; Sp., wie Ael. V. H. 1, 4.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
παρακλέπτω: κλέπτω ἐκ τοῦ πλαγίου, ὑποκλέπτω ἐπιτηδείως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 414, Λουκ. Δίκη Φων. 4· τὰ παρακλεπτόμενα Ἰσαῖ. 88. 33.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. κλέβω, αρπάζω στα κρυφά, υποκλέπτω, ξαφρίζω
2. απατώ, εξαπατώ.
Greek Monotonic
παρακλέπτω: μέλ. -ψω, κλέβω με πλάγια μέσα, υποκλέπτω με τρόπο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
παρακλέπτω: мимоходом красть, тайком похищать Arph., Isae., Luc., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-κλέπτω stelen.