παρακλέπτω

Revision as of 07:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A filch, Ar.Pax414, Luc.Jud.Voc.4; τὰ παρακλεπτόμενα Is.11.44. II deceive, Nonn.D.37.354.

German (Pape)

[Seite 483] (s. κλέπτω), nebenbei, von der Seite, im Vorbeigehen wegstehlen, wegnehmen; τοῦτ' ἄρα πάλαι τῶν ἡμερῶν παρεκλεπτέτην, Ar. Pax 406; τὰ παρακλεπτόμενα, Isae. 11, 44; Sp., wie Ael. V. H. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

prendre à la dérobée, en passant.
Étymologie: παρά, κλέπτω.

Greek (Liddell-Scott)

παρακλέπτω: κλέπτω ἐκ τοῦ πλαγίου, ὑποκλέπτω ἐπιτηδείως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 414, Λουκ. Δίκη Φων. 4· τὰ παρακλεπτόμενα Ἰσαῖ. 88. 33.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. κλέβω, αρπάζω στα κρυφά, υποκλέπτω, ξαφρίζω
2. απατώ, εξαπατώ.

Greek Monotonic

παρακλέπτω: μέλ. -ψω, κλέβω με πλάγια μέσα, υποκλέπτω με τρόπο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

παρακλέπτω: мимоходом красть, тайком похищать Arph., Isae., Luc., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-κλέπτω stelen.

Middle Liddell

fut. ψω
to steal from the side, filch underhand, Ar.