περιμαίνομαι

Revision as of 08:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A rage round about, rush furiously about, ἄλσος Hes. Sc.99. II to be madly in love with, τινα Ael.Ep.7: c. dat. rei, to be mad for, χρυσῷ Naumach. ap. Stob.4.23.7 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 582] umherrasen, ἄλσος, im Hain herumrasen, Hes. sc. 99; – τινί, leidenschaftliches Verlangen wonach haben, χρυσῷ, Naumach. 57.

French (Bailly abrégé)

1 errer, l'esprit égaré, autour de ou à travers, acc.;
2 être passionné pour, τινι.
Étymologie: περί, μαίνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

περιμαίνομαι: Παθ., μαίνομαι περί τι, φέρομαι μανιωδῶς περὶ τι, ἄλσος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 99. ΙΙ. μετὰ δοτ. πράγμ., εἶμαι μανιώδης διά τι, μὴ σύ ποτε περιμαίνεο χρυσῷ Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. 439. 10.

Greek Monolingual

Α
θέλω με μανία κάτι.

Greek Monotonic

περιμαίνομαι: Παθ., ορμώ μανιωδώς, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

περιμαίνομαι: в исступлении пробегать (ἱερὸν ἄλσος Hes.).

Middle Liddell


Pass. to rush furiously about, Hes.