ποιηματικός
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ή, όν, poetical, Plu.2.744f.
German (Pape)
[Seite 648] zum Gedichte gehörig, dichterisch, poetisch, Plut. Symp. 9, 14, 3 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne un poème, poétique.
Étymologie: ποίημα.
Greek (Liddell-Scott)
ποιημᾰτικός: -ή, -όν, ποιητικός, Πλούτ. 2. 744Ε.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ποίημα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποιο ποίημα.
Russian (Dvoretsky)
ποιημᾰτικός: поэтический Plat.