συμμεταχειρίζομαι

Revision as of 09:14, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Med, take charge of along with, μεθ' ἡμῶν τὸ σῶμα Is.8.22.

German (Pape)

[Seite 981] mit, zugleich handhaben, behandeln, σῶμα μεθ' ὑμῶν Isae. 8, 22.

French (Bailly abrégé)

manier ensemble.
Étymologie: σύν, μεταχειρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταχειρίζομαι: ἀποθ., φροντίζω περί τινος ὁμοῦ μετά τινος, μεθ’ ἡμῶν τὸ σῶμα Ἰσαῖ. 71. 17.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) φροντίζω για κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταχειρίζομαι «χρησιμοποιώ, διευθετώ»].

Greek Monotonic

συμμεταχειρίζομαι: αποθ., φροντίζω για κάτι μαζί με άλλους, σε Ισαίο.

Russian (Dvoretsky)

συμμεταχειρίζομαι: одновременно или совместно управлять (τι μετά τινος Isae.).

Middle Liddell


Dep. to take charge of a thing with others, Isae.