συνεπισκέπτομαι

From LSJ
Revision as of 09:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπισκέπτομαι Medium diacritics: συνεπισκέπτομαι Low diacritics: συνεπισκέπτομαι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: synepisképtomai Transliteration B: synepiskeptomai Transliteration C: synepiskeptomai Beta Code: sunepiske/ptomai

English (LSJ)

non-Attic pres. for συνεπισκοπέω.

French (Bailly abrégé)

examiner en même temps ou avec.
Étymologie: σύν, ἐπισκέπτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπισκέπτομαι: συνυπολογίζω, συναριθμῶ, λαμβάνω ὑπ’ ὄψιν, τὴν φυλὴν Λευὶ οὐ συνεπισκέψῃ, καὶ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν οὐ λήψῃ ἐν μέσῳ υἱῶν Ἰσραὴλ Ἑβδ. (Ἀριθμ. Α΄, 49)· οὐ συνεπεσκέπησαν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ αὐτόθι Α΄, 47, ἴδε συνεπισκοπέω ἐν τέλει.

Greek Monolingual

Α ἐπισκέπτομαι
επισκοπώ, εξετάζω προσεκτικά κάτι μαζί με άλλους.

Russian (Dvoretsky)

συνεπισκέπτομαι: вместе рассматривать, сообща исследовать (ἐκ τῶν ἀπορουμένων λόγων Arst.; τί τινι и τι μετά τινος Plat.).