τοὐμόν

From LSJ
Revision as of 10:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

German (Pape)

[Seite 1132] att. zsgzgn statt τὸ ἐμόν.

French (Bailly abrégé)

crase att. et poét. p. τὸ ἐμόν.

Greek (Liddell-Scott)

τοὐμόν: τοὔμπᾰλιν, τοὐμποδών, τοὔμπροσθεν, τοὔμφῡλον, κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἐμόν, τὸ ἔμπαλιν, κτλ.

Greek Monolingual

Α
κράση αντί τὸ ἐμόν.

Greek Monotonic

τοὐμόν: τοὔμπᾰλιν, τοὐμποδών, τοὔμπροσθεν, τοὔμφῡλον, Αττ. κράση αντί τὸ ἐμόν, τὸ ἔμπαλιν κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τοὐμόν: in crasi = τὸ ἐμόν.