ἀποικτίζομαι

From LSJ
Revision as of 13:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποικτίζομαι Medium diacritics: ἀποικτίζομαι Low diacritics: αποικτίζομαι Capitals: ΑΠΟΙΚΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apoiktízomai Transliteration B: apoiktizomai Transliteration C: apoiktizomai Beta Code: a)poikti/zomai

English (LSJ)

complain loudly of a thing, πρὸς πατέρα ἀποικτίζετο τῶν . . ἤντησε (sc. ταῦτα ὧν ἤντησε) Hdt.1.114.

Spanish (DGE)

quejarse de c. gen. πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο τῶν ... ἤντησε Hdt.1.114, c. ac. ἀπῳκτίζετο ... τὸν ... τῆς πόλεως ἐμπρησμόν Memn.39.2.

German (Pape)

[Seite 304] sich beklagen, Her. 1, 114.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. ion. ἀποικτίζετο;
déplorer.
Étymologie: ἀπό, οἰκτίζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικτίζομαι: ἀποθ. παραπονοῦμαι μεγαλοφώνως περί τινος, πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο, τῶν... ἤντησε (δηλ. ταῦτα ὧν ἤντησε) Ἡρόδ. 1. 114.

Greek Monolingual

ἀποικτίζομαι (Α)
διαμαρτύρομαι έντονα.

Greek Monotonic

ἀποικτίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., παραπονούμαι μεγαλοφώνως για κάτι, με αιτ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποικτίζομαι: горько жаловаться (τι πρός τινα Her.).

Middle Liddell


Dep. to complain loudly of a thing, c. acc., Hdt.