ἐνναετής

From LSJ
Revision as of 15:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

German (Pape)

[Seite 846] ές, neunjährig, Theocr. 26, 29; ἐννά ετες, adv., neun Jahre lang, Hes. Th. 801.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. ἐνναέτης¹.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνναετής: -ές, ὁ ἔχων ἡλικίαν ἐννέα ἑτῶν, Θεόκρ. 26, 29: - οὐδ. ἐννάετες, ὡς ἐπίρρ. ἐπὶ ἐννέα ἔτη, Ἡσ. Θ. 801: - θηλ. ἐνναέτις καὶ Ἰων. εἰν-, ιδος, Ἀνθ. Π. 7. 643· πρβλ. εἰναετής.

Greek Monolingual

(I)
ἐνναέτης, -ες (θηλ. ἐνναέτις, ιων. τ. εἰναέτις) (Α)
1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια εννέα ετών
2. (επικ. ουδ. ως επίρρ.) ἐννάετες
επί εννέα χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ενFα- (βλ. εννέα) + -ετης < έτος].
(II)
ἐνναέτης, ο (θηλ. ἐνναέτις) (Α) ενναίω
ένοικος, εγκάτοικος.

Middle Liddell

ἐννα-ετής, ές ἔτος
nine years old, Theocr.:—neut. ἐννάετες, as adv. for nine years, Hes.:—fem. ἐνναέτις