ἐπαμμένος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
Ion. for ἐφημμένος, pf. part. Pass. of ἐφάπτω.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Moy. ion. de ἐφάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαμμένος: Ἰων. ἀντὶ ἐφημμένος, μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐφάπτω.
Greek Monotonic
ἐπαμμένος: Ιων. αντί ἐφημμένος, μτχ. Παθ. παρακ. του ἐφάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαμμένος: ион. part. pf. pass. к ἐφάπτω I.