grant
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
Give: P. and V. διδόναι, νέμειν, δωρεῖσθαι (Plat.), παρέχειν, V. πορσύνειν, πορεῖν (2nd aor.), Ar. and V. ὀπάζειν. Confer: P. and V. προσφέρειν, προστιθέναι. Lend, afford: P. and V. ἐνδιδόναι. Allow: see allow. Concede: P. and V. συγχωρεῖν (τινί τι), ἐφιέναι (τινί τι), παριέναι (τινί τι), ὁμολογεῖν (τινί τι) (rare V.), Ar. and P. παραχωρεῖν (τινί τινος). Grant (a request): P. and V. ἐπινεύειν. Grant me a small boon besides: V. πρόσνειμαι δέ μοι χάριν βραχείαν (Soph., Trach. 1216). Grant me to slay my brother: V. δός μοι κτανεῖν ἀδελφόν (Eur., Phoen. 1367). subs. Gift: P. and V. δῶρον, τό, δόσις, ἡ, Ar. and V. δώρημα, τό. Free gift: P. and V. δωρεά, ἡ. Allowance: V. μέτρημα, τό.